ἐγκέλευσις

ἐγκέλευσμα

ἐγκελευσμός
ἐγκέλευσμα, ατος (τὸ) exhortation, encouragement, Xén. Cyn. 6, 24 ; Cic. Att. 6, 1, 8.
Étym. ἐγκελεύω.