ἐγκελευσμός

ἐγκελευστικός

ἐγκέλευστος
ἐγκελευστικός, ή, όν, propre à exhorter, qui encourage, M. Tyr. 94, 35 Dübn. ; ἐγκ. ἐπίρρημα, Dysc. Synt. 258, 11, adverbe d’exhortation (par ex. ἄγε, φέρε, etc.).
Étym. ἐγκελεύω.