ἐγκελευστικός

ἐγκέλευστος

ἐγκελεύω
ἐγκέλευστος, ος, ον, qui a reçu un ordre, ordonné, Xén. An. 1, 3, 13 ; Cyr. 5, 5, 39 ; Jos. B.J. 2, 1, 2 ||
E ἐγκελευστός, ή, όν, DH. 4, 12.
Étym. ἐγκελεύω.