ἐγκεντρίς

ἐγκέντρισις

ἐγκεντρισμός
ἐγκέντρισις, εως () [ῐσ] action de greffer, la greffe, Colum. 3, 9, 6 ; 4, 29, 1 ; Jul. Ep. 180.
Étym. ἐγκεντρίζω.