ἔγκλισις

ἐγκλιτικός

ἐγκλιτικῶς
ἐγκλιτικός, ή, όν [ῐτ] t. de gr. enclitique, Hdn gr. 1142b, etc. ; Dysc. Pron. 289, 293, etc. ||
Cp. ἐγκλιτικώτερος, Dysc. Synt. 222, 22 Schneider-Uhlig.
Étym. ἐγκλίνω.