ἔγκνισμα

ἐγκνώσσω

ἐγκοιλαίνω
*ἐγ·κνώσσω, seul. ἐνικνώσσω (part. prés. fém. ἐνικνώσσουσα) dormir dans, Mosch. 2, 6.
Étym. ἐν, κν.