ἐγκοπή

ἔγκοπος

ἐγκοπτικός
ἔγκοπος, ος, ον :
1 qui brise, fatigant, Spt. Eccl. 1, 8 ||
2 fatigué, Anth. 6, 33 ; Spt. Job 19, 2 ; Esaï. 43, 23.
Étym. ἐγκόπτω.