ἐγκρεμάννυμι

ἐγκριδοπώλης

ἐγκρικόω-ῶ
ἐγκριδο·πώλης, ου () [] marchand de gâteaux, Ar. fr. 252 ; etc.
Étym. ἐγκρίς, πωλέω.