ἐγκριδοπώλης

ἐγκρικόω-ῶ

ἐγκρίνω
ἐγ·κρικόω-ῶ (ao. 3 sg. ἐνεκρίκωσε) [] entourer d’un anneau, Hpc. 279, 54.
Étym. ἐν, κρ.