Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἔγκτησις
ἔγκτητος
ἐγκτίζω
ἔγκτητος,
ος, ον,
acquis, possédé,
Spt.
Lev.
14, 34 ;
22, 11 ;
Num.
31, 9
.
Étym.
ἐγκτάομαι
.