ἐγκωμιαστής

ἐγκωμιαστικός

ἐγκωμιαστός
ἐγ·κωμιαστικός, ή, όν, laudatif, louangeur, Pol. 8, 13, 2 ; 10, 24, 8 ; Plut. M. 743d ; DL. 7, 42 ; Lgn 8, 3.
Étym. ἐγκωμιάζω.