ἐγκωμιαστέον

ἐγκωμιαστής

ἐγκωμιαστικός
ἐγκωμιαστής, οῦ () qui fait l’éloge de qqn ou de qqe ch. Str. 15, 1, 68 Kram. ; Plut. M. 605a.
Étym. ἐγκωμιάζω.