ἐντατικός

ἐντατός

ἐνταῦθα
ἐντατός, ή, όν [] tendu : ἐντατὰ ὄργανα, Str. 316 ; Ath. 182a ; Nicom. Harm. 5, 8, instruments à cordes.
Étym. vb. d’ἐντείνω.