ἔντοσθι

ἐντόσθια

ἐντοσθίδιος
ἐντόσθια, ων (τὰ) intestins, entrailles, T. Locr. 100b ; Arstt. P.A. 4, 9, 7 ; Luc. Nav. 27, etc.
Étym. ἔντοσθε.