ἔντριψις

ἔντρομος

ἐντροπαλίζομαι
ἔν·τρομος, ος, ον, tout tremblant, Plut. Fab. 3 ; Anth. 5, 204 ; Spt. Ps. 76, 19 ; 1 Macc. 13, 2.
Étym. ἐν, τρέμω.