ἐνυγραίνω

ἐνυγροθηρευτής

ἐνυγροθηρικός
ἐνυγρο·θηρευτής, οῦ () litt. celui qui cherche son gibier dans l’eau, pêcheur, Plat. Leg. 824c.
Étym. ἔνυγρος, θηρευτής.