ἐνυγροθηρευτής

ἐνυγροθηρικός

ἔνυγρος
ἐνυγρο·θηρικός, ή, όν, qui concerne l’industrie du pêcheur, Plat. Soph. 220a, 221b.
Étym. ἔνυγρος, θηρεύω.