ἐπανάκειμαι

ἐπανακεφαλαιόομαι-οῦμαι

ἐπανακεφαλαίωσις
ἐπ·ανακεφαλαιόομαι-οῦμαι [φᾰ] récapituler, Hermog. Rhet. 26, 5.