ἐπανακεφαλαιόομαι-οῦμαι

ἐπανακεφαλαίωσις

ἐπανακίρναμαι
ἐπανακεφαλαίωσις, εως () [φᾰ] récapitulation, Apsin.
Étym. v. le préc.