ἐπανασείω

ἐπανασκέπτομαι

ἐπανασκοπέω-ῶ
*ἐπ·ανασκέπτομαι (seul. fut. -σκέψομαι, Plat. Theæt. 154e, et inf. ao. -σκέψασθαι, Plat. Crat. 428d) examiner de nouveau.