ἐπανίστημι

ἐπανίσωσις

ἐπανιτέον
ἐπανίσωσις, εως () [νῐ]
1 action de rendre tout à fait égal, Phil. 2, 479 ||
2 cotisation, Naz. 3, 133 Migne.
Étym. ἐπανισόω.