ἐπανόρθωσις

ἐπανορθωτέον

ἐπανορθωτής
ἐπ·ανορθωτέον, Plut. M. 24a, et plur. ἐπανορθωτέα, Plat. Leg. 809a, vb. d’ἐπανορθόω.