ἐπανορθωτής

ἐπανορθωτικός

ἐπαντέλλω
ἐπανορθωτικός, ή, όν, propre à corriger, à améliorer, Arstt. Nic. 5, 7, 6 ; Str. 16.
Étym. ἐπανορθόω.