Ἐπαρῖται

ἐπάρκεια

ἐπάρκεσις
ἐπάρκεια, ας () secours, Pol. 1, 48, 5 ; 5, 51, 10 ; au pl. Pol. 6, 49, 7.
Étym. ἐπαρκής.