ἐπαρυστήρ

ἐπαρυστρίς

ἐπαρύτω
ἐπαρυστρίς, ίδος () [] burette à huile, Spt. Ex. 38, 17 ; Num. 4, 9 ; 3 Reg. 7, 35 ; Zach. 4, 2.
Étym. ἐπαρύτω.