ἐπαυδάω-ῶ

ἐπαυθαδιάζομαι

ἐπαυθαδίζομαι
ἐπ·αυθαδιάζομαι (inf. ao. -ιάσασθαι) [θᾱ] c. le suiv. Arr. An. 4, 9, 8.