ἐπαυθαδιάζομαι

ἐπαυθαδίζομαι

ἐπαυλέω-ῶ
ἐπ·αυθαδίζομαι (part. ao. -ισαμένους) [θᾱ] s’obstiner dans, ἐπί et le dat. Jos. B.J. 3, 7, 11.