ἐπεῖναι

ἐπείνυμι

ἔπειξις
ἐπ·είνυμι [] (seul. inf. prés. moy. ἐπείνυσθαι) se vêtir, Hdt. 4, 64.
Étym. ion. c. ἐφέννυμι.