ἐπέγκρανις

ἐπεγκρεμάννυμαι

ἐπεγκυκλέω-ῶ
ἐπ·εγκρεμάννυμαι [] (seul. opt. ao. 2 sg. ἐπεγκρεμάσαιο) suspendre au-dessus de, dat. Nic. fr. 4, 2.