ἐπεγκρεμάννυμαι

ἐπεγκυκλέω-ῶ

ἐπεγκυλίομαι
ἐπ·εγκυκλέω-ῶ, envelopper dans, enrouler dans, entremêler à, Arstd. t. 2, 514.