ἐπεξεργάζομαι

ἐπεξεργασία

ἐπεξεργαστικός
ἐπεξεργασία, ας () [γᾰ] élaboration, Ptol. Tetr. 117 ; Clém. 2, 404 Migne.
Étym. ἐπεξεργάζομαι.