ἐφείω

ἐφεκκαιδέκατος

ἐφεκτέον
ἐφ·εκκαιδέκατος, η, ον [] qui comprend un entier et ¹⁄₁₆, Plut. M. 1021d ; A. Quint. p. 114, 115.
Étym. ἐπί, ἑκκαιδέκατος ; cf. ἐφεξκαιδέκατος.