ἐφεκκαιδέκατος

ἐφεκτέον

ἐφεκτικός
ἐφεκτέον, vb. d’ἐπέχω, Sext. 78, 17 ; 322, 1 Bkk. ; Clém. 2, 580 a Migne ; DL. 9, 81.