ἐφορμίζω

ἔφορμος

ἔφορος
ἔφ·ορμος, ος, ον, qui est à l’ancre, Thc. 3, 76.
Étym. ἐπί, ὅ.
ἔφ·ορμος, ου () blocus, c. ἐφόρμησις, Thc. 3, 6, etc.
Étym. ἐπί, ὅ.