ἔφυγρος

ἐφυδάτιος

ἐφυδρεύω
ἐφ·υδάτιος, α, ον [ῡᾰ] aquatique, A. Rh. 1, 1229 (fém. ion. -ίη) ||
E irrég. pour .
Étym. ἐπί, ὕδωρ.