ἐφυγραίνω

ἔφυγρος

ἐφυδάτιος
ἔφ·υγρος, ος, ον, légèrement humide, Arstt. Probl. 9, 46 ; 23, 34 ; Th. C.P. 2, 4, 7.
Étym. ἐπί, ὑγρός.