ἐπιϐάτης

ἐπιϐατικός

ἐπιϐατός
ἐπιϐατικός, ή, όν [] qui concerne l’embarquement ou l’équipage, Pol. 3, 95, 5 ; subst. τὸ ἐπιϐατικόν, Arstt. Pol. 7, 6, 8 ; Pol. 1, 47, 9, l’équipage.
Étym. ἐπιϐάτης.