ἐπιϐλάστησις

ἐπιϐλαστικός

ἐπιϐλασφημέω-ῶ
ἐπιϐλαστικός, ή, όν, propre à germer de nouveau, Th. C.P. 1, 13, 8 (cp. -ώτερος); 1, 13, 10 (sup. -ώτατος).
Étym. ἐπιϐλαστάνω.