ἐπιϐλαστάνω

ἐπιϐλάστησις

ἐπιϐλαστικός
ἐπιϐλάστησις, εως () nouvelle pousse de bourgeons, Th. C.P. 1, 10, 6.
Étym. ἐπιϐλαστάνω.