ἐπιϐλέπω

ἐπιϐλεφαρίδιος

ἐπιϐλεφαρίς
ἐπιϐλεφαρίδιος, ος, ον [ᾰῐ] qui concerne les paupières, Syn. 70d.
Étym. ἐπιϐλεφαρίς.