ἐπιϐλεφαρίδιος

ἐπιϐλεφαρίς

ἐπίϐλεψις
ἐπι·ϐλεφαρίς, ίδος () [ᾰῐδ] paupière, Eum. p. 82.
Étym. ἐπί, βλέφαρον.