ἐπίϐοιον θῦμα

ἐπιϐόλαιον

ἐπιϐολή
ἐπιϐόλαιον, ου (τὸ) vêtement, manteau, Spt. Jud. 4, 18 ; Ezech. 13, 18 et 21 ; Jos. A.J. 6, 11, 4.
Étym. ἐπιϐολή.