ἐπιϐόσκησις

ἐπιϐοσκίς

ἐπιϐόσκομαι
ἐπιϐοσκίς, ίδος () trompe d’éléphant, d’abeille, etc. Arstt. P.A. 4, 5, 6.
Étym. ἐπιϐόσκομαι.