ἐπιϐομϐέω-ῶ

ἐπιϐόσκησις

ἐπιϐοσκίς
ἐπιϐόσκησις, εως () action de paître, Th. C.P. 5, 17, 6.
Étym. ἐπιϐόσκομαι.