ἐπιχείρησις

ἐπιχειρητέος

ἐπιχειρητής
ἐπιχειρητέος, α, ον, vb. d’ἐπιχειρέω, Ant. 116, 41 ; au neutre Thc. 1, 118 ; 2, 3 ; Plat. Ap. 18e.