ἐπιχειρητής

ἐπιχειρητικός

ἐπιχειρητός
ἐπιχειρητικός, ή, όν, qui concerne l’argumentation, Plut. M. 978b ; ἡ ἐπιχειρητική (s. e. τέχνη) Arr. Epict. 1, 8, 7, l’art d’argumenter.
Étym. ἐπιχειρέω.