ἐπίχροια

ἐπιχρόϊσις

ἐπιχρονίζω
ἐπιχρόϊσις, εως () c. ἐπίχρισις, Th. H.P. 2, 5, 4.
Étym. *ἐπιχροΐζω d’ἐπίχροια.