ἐπιδεής

ἐπίδειγμα

ἐπιδείελος
ἐπίδειγμα, ατος (τὸ) marque, exemple, preuve, Xén. Conv. 6, 6 ; Plat. Hipp. mi. 368c.
Étym. ἐπιδείκνυμι.