ἐπιδέδρομα

ἐπιδεής

ἐπίδειγμα
ἐπιδεής, ής, ές, qui manque de, gén. Xén. Cyr. 8, 7, 12 ; Plat. Tim. 33c, etc. ||
Cp. -έστερος, Plat. Pol. 311b ; sup. -έστατος, Plat. Rsp. 579e (ἐπιδέω 2).