ἐπιδείπνιος

ἐπιδειπνίς

ἐπίδειπνον
ἐπι·δειπνίς, ίδος () (s. e. τράπεζα) dessert, Ath. 658e ; Phil. 2, 479.
Étym. ἐπί, δεῖπνον.